- χωλότης
- χωλ-ότης, ητος, ἡ,A lameness,
σκέλους Plu.2.963c
, Jul.Or.6.201b: pl., Plu.2.35c: metaph., lameness or deformity, of metres, Ath.14.632e. -όω, maim, Did. ad D.11.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκέλους Plu.2.963c
, Jul.Or.6.201b: pl., Plu.2.35c: metaph., lameness or deformity, of metres, Ath.14.632e. -όω, maim, Did. ad D.11.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χωλότης — lameness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότησιν — χωλότης lameness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητα — χωλότης lameness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητες — χωλότης lameness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητι — χωλότης lameness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητος — χωλότης lameness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωλότητα — η / χωλότης, ητος, ΝΜΑ [χωλός] η κατάσταση τού χωλού νεοελλ. 1. ιατρ. διαταραχή τής φυσιολογικής βάδισης, που χαρακτηρίζεται από δυσμετρία και / ή δυσρυθμία τού βαδίσματος 2. φρ. «διαλείπουσα χωλότητα» ιατρ. διαταραχή τού βαδίσματος λόγω πόνου… … Dictionary of Greek